- εὐόροφος
- εὐόροφος, ον,A well-roofed, AP9.59.5 (Antip. <Thess.>).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εὐόροφον — εὐόροφος well roofed masc/fem acc sg εὐόροφος well roofed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐορόφους — εὐόροφος well roofed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)